Definify.com

Definition 2024


κρεμμύδι_χλωρό

κρεμμύδι χλωρό

Greek

Noun

κρεμμύδι χλωρό (kremmýdi chloró) n (plural κρεμμύδια χλωρά)

  1. spring onion, scallion

Declension

see: κρεμμύδι (kremmýdi) and χλωρός (chlorós)

Synonyms