Definify.com
Definition 2025
κρούσταλλο
κρούσταλλο
Greek
Noun
κρούσταλλο • (kroústallo) n (plural κρούσταλλα)
- Alternative form of κρύσταλλο (krýstallo)
Declension
declension of κρούσταλλο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κρούσταλλο | κρούσταλλα |
genitive | κρουστάλλου | κρουστάλλων |
accusative | κρούσταλλο | κρούσταλλα |
vocative | κρούσταλλο | κρούσταλλα |