Definify.com
Definition 2025
κρυστάλλωση
κρυστάλλωση
Greek
Noun
κρυστάλλωση • (krystállosi) f (plural κρυσταλλώσεις)
- (chemistry) crystallisation (UK), crystallization (US)
- νερό κρυστάλλωσης ― neró krystállosis ― water of crystallisation
Declension
declension of κρυστάλλωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κρυστάλλωση | κρυσταλλώσεις |
genitive | κρυστάλλωσης / κρυσταλλώσεως | κρυσταλλώσεων |
accusative | κρυστάλλωση | κρυσταλλώσεις |
vocative | κρυστάλλωση | κρυσταλλώσεις |
Related terms
- see: κρύσταλλος m (krýstallos, “crystal”)
External links
- Κρύσταλλος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el