Definify.com
Definition 2024
κτήριο
κτήριο
Greek
Noun
κτήριο • (ktírio) n (plural κτήρια)
- Alternative form of κτίριο (ktírio)
Declension
declension of κτήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κτήριο | κτήρια |
genitive | κτηρίου | κτηρίων |
accusative | κτήριο | κτήρια |
vocative | κτήριο | κτήρια |