Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
κτίστης
κτίστης
Greek
Noun
κτίστης
•
(
ktístis
)
m
(
plural
κτίστες
)
Alternative form of
χτίστης
(
chtístis
)
(
builder
).
(
Christianity
)
God
Declension
declension of
κτίστης
singular
plural
nominative
κτίστης
κτίστες
genitive
κτίστη
κτιστών
accusative
κτίστη
κτίστες
vocative
κτίστη
κτίστες
Similar Results