Definify.com
Definition 2024
κταπόδι
κταπόδι
Greek
Noun
κταπόδι • (ktapódi) n (plural κταπόδια)
- Alternative spelling of χταπόδι (chtapódi)
Declension
declension of κταπόδι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κταπόδι | κταπόδια |
genitive | κταποδιού | κταποδιών |
accusative | κταπόδι | κταπόδια |
vocative | κταπόδι | κταπόδια |