Definify.com
Definition 2024
κυβίστηση
κυβίστηση
Greek
Noun
κυβίστηση • (kyvístisi) f (plural κυβιστήσεις)
- (literary, gymnastics) somersault
Declension
declension of κυβίστηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κυβίστηση | κυβιστήσεις |
genitive | κυβίστησης / κυβιστήσεως | κυβιστήσεων |
accusative | κυβίστηση | κυβιστήσεις |
vocative | κυβίστηση | κυβιστήσεις |
Synonyms
- κωλοτούμπα f (kolotoúmpa)