Definify.com
Definition 2024
κυδωνιά
κυδωνιά
See also: Κυδωνία
Greek
Noun
κυδωνιά • (kydoniá) f (plural κυδωνιές)
Declension
declension of κυδωνιά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κυδωνιά | κυδωνιές |
genitive | κυδωνιάς | κυδωνιών |
accusative | κυδωνιά | κυδωνιές |
vocative | κυδωνιά | κυδωνιές |
Related terms
- κυδώνι n (kydóni, “quince”)