Definify.com
Definition 2024
κυνηγητό
κυνηγητό
Greek
Noun
κυνηγητό • (kynigitó) n (plural κυνηγητά)
- hunt, chase, pursuit
- Μετά τη ληστεία, άρχισε το κυνηγητό.
- After the robbery, he began the chase.
- Μετά τη ληστεία, άρχισε το κυνηγητό.
- (games) tag
- manhunt
Declension
declension of κυνηγητό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κυνηγητό | κυνηγητά |
genitive | κυνηγητού | κυνηγητών |
accusative | κυνηγητό | κυνηγητά |
vocative | κυνηγητό | κυνηγητά |
External links
- Παραδοσιακά παιχνίδια on the Greek Wikipedia.Wikipedia el