Definify.com

Definition 2024


κόκαλο

κόκαλο

Greek

Alternative forms

  • κόκκαλο n (kókkalo)

Noun

κόκαλο (kókalo) n (plural κόκαλα)

  1. bone
    Kρέας χωρίς κόκαλα για μαγείρεμα.
    Meat without bones for cooking.
  2. shoehorn

Declension