Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
κόκαλο
κόκαλο
Greek
Alternative forms
κόκκαλο
n
(
kókkalo
)
Noun
κόκαλο
•
(
kókalo
)
n
(
plural
κόκαλα
)
bone
Kρέας χωρίς
κόκαλα
για μαγείρεμα.
Meat without bones for cooking.
shoehorn
Declension
declension of
κόκαλο
singular
plural
nominative
κόκαλο
κόκαλα
genitive
κόκαλου
/
κοκάλου
κόκαλων
/
κοκάλων
accusative
κόκαλο
κόκαλα
vocative
κόκαλο
κόκαλα
Etymology
From
Ancient Greek
κόκκαλος
(
kókkalos
)
Pronunciation
IPA
(key)
:
[ˈko̞kaˌlo̞]
Similar Results