Definify.com
Definition 2024
κύτταρο
κύτταρο
Greek
Noun
κύτταρο • (kýttaro) n (plural κύτταρα)
Declension
declension of κύτταρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κύτταρο | κύτταρα |
genitive | κυττάρου | κυττάρων |
accusative | κύτταρο | κύτταρα |
vocative | κύτταρο | κύτταρα |
Related terms
- κυτταρικός (kyttarikós, “cellular”)
- κυτταρολογία f (kyttarología, “cytology”)
- κυτταρόπλασμα n (kyttaróplasma, “cytoplasm”)
- κύτος n (kýtos, “hull”)