Definify.com
Definition 2024
κώφωση
κώφωση
Greek
Noun
κώφωση • (kófosi) f (plural κωφώσεις)
Declension
declension of κώφωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κώφωση | κωφώσεις |
genitive | κώφωσης / κωφώσεως | κωφώσεων |
accusative | κώφωση | κωφώσεις |
vocative | κώφωση | κωφώσεις |
Related terms
- κουφός (koufós, “deaf”)