Definify.com
Definition 2024
λάχανο_βρυξελλών
λάχανο βρυξελλών
Greek
Noun
λάχανο βρυξελλών • (láchano vryxellón) n (plural λάχανα βρυξελλών)
Declension
- see: λάχανο (láchano)
Coordinate terms
- see: λάχανο n (láchano, “cabbage”)
λάχανο βρυξελλών • (láchano vryxellón) n (plural λάχανα βρυξελλών)