Definify.com
Definition 2024
λίπανση
λίπανση
Greek
Noun
λίπανση • (lípansi) f (plural λιπάνσεις)
Declension
declension of λίπανση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λίπανση | λιπάνσεις |
genitive | λίπανσης / λιπάνσεως | λιπάνσεων |
accusative | λίπανση | λιπάνσεις |
vocative | λίπανση | λιπάνσεις |
Related terms
- see: λιπαίνω (lipaíno, “to lubricate”)