Definify.com
Definition 2024
λαδάδικο
λαδάδικο
Greek
Noun
λαδάδικο • (ladádiko) n (plural λαδάδικα)
- (colloquial, dated) oil factory, oil shop
- 1994, Filippos Grapsas/Marios Tokas, Τα λαδάδικα:
- Τόσα δίνω, πόσα θες
στα λαδάδικα πουλάν αυτό που θες- I give this much, how much do you want
in the oil shops they sell what you want.
- I give this much, how much do you want
- Τόσα δίνω, πόσα θες
- 1994, Filippos Grapsas/Marios Tokas, Τα λαδάδικα:
Declension
declension of λαδάδικο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λαδάδικο | λαδάδικα |
genitive | λαδάδικου | λαδάδικων |
accusative | λαδάδικο | λαδάδικα |
vocative | λαδάδικο | λαδάδικα |
Related terms
- ελαιοπωλείο n (elaiopoleío, “oil shop”)
- λαδάς m (ladás, “oil merchant”)