Definify.com
Definition 2025
λαιμοδέτης
λαιμοδέτης
Greek
Noun
λαιμοδέτης • (laimodétis) m (plural λαιμοδέτες)
Declension
declension of λαιμοδέτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λαιμοδέτης | λαιμοδέτες |
genitive | λαιμοδέτη | λαιμοδετών |
accusative | λαιμοδέτη | λαιμοδέτες |
vocative | λαιμοδέτη | λαιμοδέτες |