Definify.com
Definition 2024
λαμπρυντικό
λαμπρυντικό
Greek
Noun
λαμπρυντικό • (lampryntikó) n (plural λαμπρυντικά)
Declension
declension of λαμπρυντικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λαμπρυντικό | λαμπρυντικά |
genitive | λαμπρυντικού | λαμπρυντικών |
accusative | λαμπρυντικό | λαμπρυντικά |
vocative | λαμπρυντικό | λαμπρυντικά |
Related terms
- λαμπρύνω (lamprýno, “to polish, to brighten”)