Definify.com
Definition 2025
λαπαροσκόπηση
λαπαροσκόπηση
Greek
Noun
λαπαροσκόπηση • (laparoskópisi) f (plural λαπαροσκοπήσεις)
Declension
declension of λαπαροσκόπηση
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | λαπαροσκόπηση | λαπαροσκοπήσεις |
| genitive | λαπαροσκόπησης / λαπαροσκοπήσεως | λαπαροσκοπήσεων |
| accusative | λαπαροσκόπηση | λαπαροσκοπήσεις |
| vocative | λαπαροσκόπηση | λαπαροσκοπήσεις |
Related terms
- λαπαροσκόπιο n (laparoskópio, “laparoscope”)
External links
-
Λαπαροσκοπική χειρουργική on the Greek Wikipedia.Wikipedia el