Definify.com
Definition 2024
λαπαροσκόπηση
λαπαροσκόπηση
Greek
Noun
λαπαροσκόπηση • (laparoskópisi) f (plural λαπαροσκοπήσεις)
Declension
declension of λαπαροσκόπηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λαπαροσκόπηση | λαπαροσκοπήσεις |
genitive | λαπαροσκόπησης / λαπαροσκοπήσεως | λαπαροσκοπήσεων |
accusative | λαπαροσκόπηση | λαπαροσκοπήσεις |
vocative | λαπαροσκόπηση | λαπαροσκοπήσεις |
Related terms
- λαπαροσκόπιο n (laparoskópio, “laparoscope”)
External links
- Λαπαροσκοπική χειρουργική on the Greek Wikipedia.Wikipedia el