Definify.com

Definition 2024


λαχανάκι

λαχανάκι

Greek

Noun

λαχανάκι (lachanáki) n (plural λαχανάκια)

  1. diminutive of λάχανο (láchano)
    λαχανάκια Βρυξελλών (Brussels sprouts)

Declension

Related terms