Definify.com

Definition 2024


λείχω

λείχω

Ancient Greek

Verb

λείχω (leíkhō)

  1. I lick up

Inflection

Derived terms

  • ἀναλείχω (analeíkhō)
  • ἀπολείχω (apoleíkhō)
  • διαλείχω (dialeíkhō)
  • ἐκλείχω (ekleíkhō)
  • ἐλλείχω (elleíkhō)
  • ἐπιλείχω (epileíkhō)
  • λειχήνωρ (leikhḗnōr)
  • λειχομύλη (leikhomúlē)
  • λειχοπίναξ (leikhopínax)
  • περιλείχω (perileíkhō)

Related terms

  • λείκτης (leíktēs)
  • λιχανός (likhanós)
  • λιχμάζω (likhmázō)
  • λιχμαίνω (likhmaínō)
  • λιχμάς (likhmás)
  • λιχμάω (likhmáō)
  • λιχμήρης (likhmḗrēs)
  • λίχνος (líkhnos)

References