Definify.com
Definition 2024
λειτουργικού
λειτουργικού
Greek
Noun
λειτουργικού • (leitourgikoú)
- Genitive masculine singular form of λειτουργικός (leitourgikós).
- Genitive neuter singular form of λειτουργικός (leitourgikós).
λειτουργικού • (leitourgikoú)