Definify.com
Definition 2024
λεξιλόγιο
λεξιλόγιο
Greek
Noun
λεξιλόγιο • (lexilógio) n (plural λεξιλόγια)
Declension
declension of λεξιλόγιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λεξιλόγιο | λεξιλόγια |
genitive | λεξιλογίου | λεξιλογίων |
accusative | λεξιλόγιο | λεξιλόγια |
vocative | λεξιλόγιο | λεξιλόγια |
Related terms
- see: λέξη f (léxi, “word”)