Definify.com
Definition 2024
λεπτομέρεια
λεπτομέρεια
Greek
Noun
λεπτομέρεια • (leptoméreia) f (plural λεπτομέρειες)
- detail
- Δείτε παρακάτω όλες τις λεπτομέρειες. ― Deíte parakáto óles tis leptoméreies. ― Look below for all the details.
Declension
declension of λεπτομέρεια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λεπτομέρεια | λεπτομέρειες |
genitive | λεπτομέρειας | λεπτομερειών |
accusative | λεπτομέρεια | λεπτομέρειες |
vocative | λεπτομέρεια | λεπτομέρειες |