Definify.com

Definition 2024


λεπτομέρεια

λεπτομέρεια

Greek

Noun

λεπτομέρεια (leptoméreia) f (plural λεπτομέρειες)

  1. detail
    Δείτε παρακάτω όλες τις λεπτομέρειες.Deíte parakáto óles tis leptoméreies. ― Look below for all the details.

Declension