Definify.com
Definition 2024
λεπτόνιο
λεπτόνιο
Greek
Noun
λεπτόνιο • (leptónio) n (plural λεπτόνια)
Declension
declension of λεπτόνιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λεπτόνιο | λεπτόνια |
genitive | λεπτονίου | λεπτονίων |
accusative | λεπτόνιο | λεπτόνια |
vocative | λεπτόνιο | λεπτόνια |
See also
- see: Category:el:Leptons
External links
- λεπτόνιο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el