Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
λευκοί_νάνοι
λευκοί νάνοι
Greek
Noun
λευκοί νάνοι
•
(
lefkoí nánoi
)
m
Plural
form of
λευκός νάνος
(
lefkós nános
)
.
Similar Results