Definify.com
Definition 2024
λευχαιμία
λευχαιμία
Greek
Noun
λευχαιμία • (lefchaimía) f (plural λευχαιμίες)
Declension
declension of λευχαιμία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λευχαιμία | λευχαιμίες |
genitive | λευχαιμίας | λευχαιμιών |
accusative | λευχαιμία | λευχαιμίες |
vocative | λευχαιμία | λευχαιμίες |
Related terms
- λευχαιμικός (lefchaimikós, “leukaemic”)
- λευχ- (lefch-)