Definify.com
Definition 2024
λιθογραφία
λιθογραφία
Greek
Noun
λιθογραφία • (lithografía) f (plural λιθογραφίες)
- (art) lithography (method of print creation using metal or stone)
- (art) lithograph (print produced using lithography)
- lithography (technical method for industrial printing)
Declension
declension of λιθογραφία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λιθογραφία | λιθογραφίες |
genitive | λιθογραφίας | λιθογραφιών |
accusative | λιθογραφία | λιθογραφίες |
vocative | λιθογραφία | λιθογραφίες |