Definify.com
Definition 2024
λογάριθμος
λογάριθμος
Greek
Noun
λογάριθμος • (logárithmos) m (plural λογάριθμοι)
Declension
declension of λογάριθμος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λογάριθμος | λογάριθμοι |
genitive | λογαρίθμου | λογαρίθμων |
accusative | λογάριθμο | λογαρίθμους |
vocative | λογάριθμε | λογάριθμοι |