Definify.com
Definition 2024
λογιστής
λογιστής
Greek
Noun
λογιστής • (logistís) m (plural λογιστές, feminine λογίστρια)
- (commerce) accountant, book-keeper
Declension
declension of λογιστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λογιστής | λογιστές |
genitive | λογιστή | λογιστών |
accusative | λογιστή | λογιστές |
vocative | λογιστή | λογιστές |