Definify.com

Definition 2025


λοιμοκαθαρτήριο

λοιμοκαθαρτήριο

Greek

Noun

λοιμοκαθαρτήριο (loimokathartírio) n (plural λοιμοκαθαρτήρια)

  1. (medicine) quarantine hospital

Declension

Synonyms

Related terms