Definify.com
Definition 2024
λοξοδρομία
λοξοδρομία
Greek
Noun
λοξοδρομία • (loxodromía) f (plural λοξοδρομίες)
Declension
declension of λοξοδρομία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λοξοδρομία | λοξοδρομίες |
genitive | λοξοδρομίας | λοξοδρομιών |
accusative | λοξοδρομία | λοξοδρομίες |
vocative | λοξοδρομία | λοξοδρομίες |
External links
- λοξοδρομία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el