Definify.com
Definition 2024
λουκάνικο
λουκάνικο
Greek
Noun
λουκάνικο • (loukániko) n (plural λουκάνικα)
- sausage
- (colloquial, sometimes military) kit bag, duffel bag
Declension
declension of λουκάνικο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λουκάνικο | λουκάνικα |
genitive | λουκάνικου | λουκάνικων |
accusative | λουκάνικο | λουκάνικα |
vocative | λουκάνικο | λουκάνικα |
Coordinate terms
- σαλάμι n (salámi, “salámi”)