Definify.com

Definition 2024


λουκανικόπιτες

λουκανικόπιτες

Greek

Noun

λουκανικόπιτες (loukanikópites) f

  1. Nominative plural form of λουκανικόπιτα (loukanikópita).
  2. Accusative plural form of λουκανικόπιτα (loukanikópita).
  3. Vocative plural form of λουκανικόπιτα (loukanikópita).