Definify.com
Definition 2024
λυκάνθρωπους
λυκάνθρωπους
See also: λυκανθρώπους
Greek
Alternative forms
- λυκανθρώπους (lykanthrópous)
Noun
λυκάνθρωπους • (lykánthropous) m
- Accusative plural form of λυκάνθρωπος (lykánthropos).
λυκάνθρωπους • (lykánthropous) m