Definify.com
Definition 2024
λυσεργικό_οξύ
λυσεργικό οξύ
Greek
Noun
λυσεργικό οξύ • (lysergikó oxý) n (uncountable)
- (organic chemistry) lysergic acid
Derived terms
- διαιθυλαμίδιο του λυσεργικού οξέος n (diaithylamídio tou lysergikoú oxéos, “lysergic acid diethylamide, LSD”)