Definify.com
Definition 2024
μάθηση
μάθηση
Greek
Noun
μάθηση • (máthisi) f (plural μαθήσεις)
- learning (the process of acquiring knowledge)
Declension
declension of μάθηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μάθηση | μαθήσεις |
genitive | μάθησης / μαθήσεως | μαθήσεων |
accusative | μάθηση | μαθήσεις |
vocative | μάθηση | μαθήσεις |
Related terms
- see: μαθαίνω (mathaíno, “to learn”)