Definify.com
Definition 2024
μάλλον
μάλλον
See also: μᾶλλον
Greek
Adverb
μάλλον • (mállon)
- (to introduce a contradiction) rather
- (to introduce a qualification or clarification) rather, more precisely
- Δεν ήθελα να φύγω. Ή μάλλον, ήθελα, αλλά όχι μόνος μου.
- Den íthela na fýgo. Í mállon, íthela, allá óchi mónos mou.
- I didn’t want to leave. Or rather I did, just not alone.
- Δεν ήθελα να φύγω. Ή μάλλον, ήθελα, αλλά όχι μόνος μου.
- rather, somewhat fairly
- Αυτό το πεπόνι είναι μάλλον άγευστο.
- Aftó to pepóni eínai mállon ágefsto.
- This melon is rather tasteless.
- Αυτό το πεπόνι είναι μάλλον άγευστο.
- (only for the first person singular of the present tense) I guess
- Είμαι ο μόνος εδώ μάλλον που δεν του αρέσει η ροκ μουσική.
- Eímai o mónos edó mállon pou den tou arései i rok mousikí.
- I am the only one here who doesn’t like rock music, I guess.
- Είμαι ο μόνος εδώ μάλλον που δεν του αρέσει η ροκ μουσική.