Definify.com
Definition 2024
μάταια
μάταια
Greek
Adverb
μάταια • (mátaia)
Synonyms
- άδικα (ádika, “in vain, unfairly”)
Adjective
μάταια • (mátaia)
- Nominative, accusative and vocative neuter plural form of μάταιος (mátaios).
μάταια • (mátaia)
μάταια • (mátaia)