Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
μέθυσος
μέθυσος
Greek
Noun
μέθυσος
•
(
méthysos
)
m
(
plural
μέθυσοι
)
drunkard
Declension
declension of
μέθυσος
singular
plural
nominative
μέθυσος
μέθυσοι
genitive
μέθυσου
μέθυσων
accusative
μέθυσο
μέθυσους
vocative
μέθυσε
μέθυσοι
Synonyms
μεθύστακας
m
(
methýstakas
)
μπεκρής
m
(
bekrís
)
Similar Results