Definify.com
Definition 2024
μέσα
μέσα
Greek
Alternative forms
Adverb
μέσα • (mésa) (often used with the preposition σε (se))
- in, inside (something)
- Έιναι μέσα στο δωμάτιο. ― Éinai mésa sto domátio. ― He is inside the room.
- in, through (a situation)
- Έζησα μέσα στις κακουχίες. ― Ézisa mésa stis kakouchíes. ― I lived through hardship.
- in, through (involvement)
- Είναι μέσα στην ομάδα μας. ― Eínai mésa stin omáda mas. ― She is in our team.
- into
- Βάλε τις αποσκευές μέσα στο αυτοκίνητο. ― Vále tis aposkevés mésa sto aftokínito. ― Put the luggage in the car.
- within, before
- Θα σε πληρώσω μέσα σε ένα μήνα. ― Tha se pliróso mésa se éna mína. ― I will pay you within a month.
- during
- μέσα στον επόμενο μήνα ― mésa ston epómeno mína ― during the next month
Adjective
μέσα • (mésa)
- Nominative, accusative and vocative neuter plural form of μέσος (mésos).