Definify.com
Definition 2024
μέτρηση
μέτρηση
Greek
Noun
μέτρηση • (métrisi) f (plural μετρήσεις)
Declension
declension of μέτρηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μέτρηση | μετρήσεις |
genitive | μέτρησης / μετρήσεως | μετρήσεων |
accusative | μέτρηση | μετρήσεις |
vocative | μέτρηση | μετρήσεις |
Derived terms
- αντίστροφη μέτρηση f (antístrofi métrisi, “countdown”)