Definify.com
Definition 2024
μαγνητισμός
μαγνητισμός
Greek
Noun
μαγνητισμός • (magnitismós) m (plural μαγνητισμοί)
Declension
declension of μαγνητισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μαγνητισμός | μαγνητισμοί |
genitive | μαγνητισμού | μαγνητισμών |
accusative | μαγνητισμό | μαγνητισμούς |
vocative | μαγνητισμέ | μαγνητισμοί |
Related terms
- μαγνήτης m (magnítis, “magnet”)
External links
- μαγνητισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el