Definify.com
Definition 2024
μαθεύομαι
μαθεύομαι
Greek
Verb
μαθεύομαι • (mathévomai) (simple past μαθεύτηκε, deponent)
- transpire, become known
- Δεν μαθεύτηκε τίποτα, το κρατούν όλοι επτασφράγιστο μυστικό.
- Den mathéftike típota, to kratoún óloi eptasfrágisto mystikó.
- Make nothing known, keep everything secret.
- Δεν μαθεύτηκε τίποτα, το κρατούν όλοι επτασφράγιστο μυστικό.
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.
Related terms
- see: μαθαίνω (mathaíno, “to learn”)