Definify.com
Definition 2024
μαθητεία
μαθητεία
Greek
Noun
μαθητεία • (mathiteía) f (plural μαθητείες)
Declension
declension of μαθητεία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μαθητεία | μαθητείες |
genitive | μαθητείας | μαθητειών |
accusative | μαθητεία | μαθητείες |
vocative | μαθητεία | μαθητείες |
Related terms
- μαθητευόμενος m (mathitevómenos, “apprentice”)
- μαθητευόμενη f (mathitevómeni, “apprentice”)