Definify.com
Definition 2024
μακαρονάδα
μακαρονάδα
Greek
Noun
μακαρονάδα • (makaronáda) f (plural μακαρονάδες)
- spaghetti dish (with cheese or sauce, especially)
Declension
declension of μακαρονάδα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μακαρονάδα | μακαρονάδες |
genitive | μακαρονάδας | μακαρονάδων |
accusative | μακαρονάδα | μακαρονάδες |
vocative | μακαρονάδα | μακαρονάδες |
Related terms
- μακαρόνια n (makarónia, “spaghetti”)