Definify.com
Definition 2024
μακροκατάσταση
μακροκατάσταση
Greek
Noun
μακροκατάσταση • (makrokatástasi) f (plural μακροκαταστάσεις)
Declension
declension of μακροκατάσταση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μακροκατάσταση | μακροκαταστάσεις |
genitive | μακροκατάστασης / μακροκαταστάσεως | μακροκαταστάσεων |
accusative | μακροκατάσταση | μακροκαταστάσεις |
vocative | μακροκατάσταση | μακροκαταστάσεις |