Definify.com
Definition 2025
μακροκατάσταση
μακροκατάσταση
Greek
Noun
μακροκατάσταση • (makrokatástasi) f (plural μακροκαταστάσεις)
Declension
declension of μακροκατάσταση
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | μακροκατάσταση | μακροκαταστάσεις |
| genitive | μακροκατάστασης / μακροκαταστάσεως | μακροκαταστάσεων |
| accusative | μακροκατάσταση | μακροκαταστάσεις |
| vocative | μακροκατάσταση | μακροκαταστάσεις |