Definify.com
Definition 2024
μαλακτικό
μαλακτικό
Greek
Noun
μαλακτικό • (malaktikó) n (plural μαλατικά)
Declension
declension of μαλακτικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μαλακτικό | μαλακτικά |
genitive | μαλακτικού | μαλακτικών |
accusative | μαλακτικό | μαλακτικά |
vocative | μαλακτικό | μαλακτικά |
Related terms
- μαλατικός (malatikós, “softening”)
Synonyms
- (conditioner): μαλατική f (malatikí)
See also
- μαλατική f (malatikí)
External links
- μαλακτικό on the Greek Wikipedia.Wikipedia el