Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
μανιοκατάθλιψη
μανιοκατάθλιψη
Greek
Noun
μανιοκατάθλιψη
•
(
maniokatáthlipsi
)
f
(
plural
μανιοκαταθλίψεις
)
manic depression
See also
μανιοκαταθλιπτική διαταραχή
(
maniokatathliptikí diatarachí
)
Similar Results