Definify.com
Definition 2024
μαντήλι
μαντήλι
Greek
Alternative forms
- μαντίλι n (mantíli)
Noun
μαντήλι • (mantíli) n (plural μαντήλια)
Declension
declension of μαντήλι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μαντήλι | μαντήλια |
genitive | μαντηλιού | μαντηλιών |
accusative | μαντήλι | μαντήλια |
vocative | μαντήλι | μαντήλια |
Related terms
- μαντήλα f (mantíla, “large headscarf”)
- κεφαλομάντηλο n (kefalomántilo, “Cretan headband”)
References
- ↑ Kriaras, Emmanuel (1995) Νέο ελληνικό λεξικό της σύγχρονης δημοτικής γλώσσας [Modern Greek Dictionary of the Contemporary Demotic Language, Written and Spoken], Athens: Ekdotike Athenon