Definify.com
Definition 2024
μανταρίνι
μανταρίνι
Greek
Noun
μανταρίνι • (mantaríni) n (plural μανταρίνια)
Declension
declension of μανταρίνι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μανταρίνι | μανταρίνια |
genitive | μανταρινιού | μανταρινιών |
accusative | μανταρίνι | μανταρίνια |
vocative | μανταρίνι | μανταρίνια |
Related terms
- μανταρινιά f (mantariniá, “mandarine tree”)
- μανταρινάδα f (mantarináda, “mandarine juice”)
See also
- πορτοκάλι n (portokáli, “orange”)
- μανδαρίνος n (mandarínos, “mandarin, official”)
- περγαμόντο n (pergamónto, “bergamot”)